εκπεριέρχομαι

εκπεριέρχομαι
ἐκπεριέρχομαι (Α)
1. εκπερίειμι
2. (με αιτ.) εποπτεύω («ἐκπεριέρχομαι τὸν Πόντον», Πλούτ.)
3. περικυκλώνω
4. απατώ, εξαπατώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”